- ἀπετέλεσεν
- ἀποτελέωbring to an endaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιόφως — ωτος, το, ΝΑ λυκόφως («τὸ μεταίχμιο ἡμέρας καὶ νυκτὸς σκιόφως ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.) νεοελλ. 1. ημίφως 2. αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται μέσα από αδιαφανή σώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φως] … Dictionary of Greek